- δυσφημίζομαι
- δυσφημίζομαι, δυσφημίστηκα, δυσφημισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
συναδοξώ — έω, Α δυσφημίζομαι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀδοξῶ (< ἄδοξος)] … Dictionary of Greek